στροβίλισμα

στροβίλισμα
το , στροβίλισμός ο
1) кружение; 2) вальсирование; 3) турбулентность

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "στροβίλισμα" в других словарях:

  • στροβίλισμα — το, Ν [στροβιλίζω] το αποτέλεσμα τού στροβιλίζω, στριφογύρισμα …   Dictionary of Greek

  • στρόφος — ο, ΝΜΑ, και στρόπος Ν ισχυρός κωλικόπονος εξαιτίας συστροφής τών εντέρων νεοελλ. 1. είδος σχοινιού με συνδεδεμένα τα άκρα που χρησιμεύει ως αρτάνη κατά τις φορτώσεις βαρέων αντικειμένων, στροφίδα 2. ιατρ. ο ειλεός εκ συστροφής μσν. 1. στροβίλισμα …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»